- εννιακόσιοι
- και εννεακόσιοι, -ες, -α (Α ἐ(ν)νακόσιοι, -αι, -αΜ ἐννεακόσιοι, -αι, -α)1. απόλ. αριθμητ. που εκφράζει ποσότητα εννέα εκατοντάδων2. (το ουδ. ως ουσ. για χρονολογία) εννιακόσιααντί για το αντίστοιχο τακτικό («γύρω στο 900 μ.Χ.»)3. ως α' συνθετικό λέξεων δηλώνει ότι το σημαινόμενο από το β' συνθετικό υπάρχει ή επαναλαμβάνεται εννιακόσιες φορές.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εννεακόσιοι].
Dictionary of Greek. 2013.